- εγκατάσταση
- installation
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
εγκατάσταση — η 1. μόνιμη τοποθέτηση: Εγκατάσταση σιδηροτροχιών. 2. μόνιμη διαμονή κάπου: Η εγκατάστασή του στην Αθήνα του άνοιξε καλές προοπτικές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εγκατάσταση — η 1. τοποθέτηση και συναρμογή μηχανών, διατάξεων κ.λπ. σε ορισμένο χώρο («εγκατάσταση μηχανημάτων») 2. μόνιμη διαμονή σ έναν τόπο … Dictionary of Greek
αεροδυναμική σήραγγα — Εγκατάσταση μέσα στην οποία μελετώνται τα φαινόμενα που συνδέονται με τη σχετική κίνηση ενός ρεύματος αέρα σε σχέση με αεροπλάνα, αυτοκίνητα, αμαξοστοιχίες, γέφυρες, κτίρια, πυραύλους και βλήματα. Για να αποφευχθεί η κατασκευή υπερβολικά ογκωδών… … Dictionary of Greek
ηλεκτροπαραγωγός σταθμός — Εγκατάσταση που προορίζεται για παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας ύστερα από τον μετασχηματισμό άλλων μορφών ενέργειας που υπάρχουν στη φύση. Για να παραχθεί ηλεκτρική ενέργεια, πρέπει να περιστραφεί με ορισμένη ταχύτητα μια ηλεκτρική γεννήτρια που… … Dictionary of Greek
χυτήριο — Εγκατάσταση όπου πραγματοποιείται τήξη των μετάλλων, τα οποία, με τις κατάλληλες ενέργειες, μεταβάλλονται σε χυτά μηχανικά τεμάχια διαφόρων σχημάτων. Οι μέθοδοι χύτευσης, γνωστές ήδη από την αρχαιότητα, είχαν μεγάλη ανάπτυξη κατά την Αναγέννηση,… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek